- φλοίω
- Α(για φυτό) βρίσκομαι σε ακμή, έχω εξαιρετική γονιμότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλοιώ — όω, ΜΑ [φλοιός] μεταβάλλω σε φλοιό … Dictionary of Greek
φλοιῷ — φλοιός bark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИОНИС — • Dionysus, Διόνυσος, Διώνυσος, Βάκχος, Bacchus, Liber, Вакх, сын Зевса и Семелы (Ноm. Il. 14, 325), бог вина и виноделия, посредством вина веселящий сердце человека (χάρμα βροτοι̃σιν) и прогоняющий заботы и страдания (Λυαι̃ος,… … Реальный словарь классических древностей
PHLOEA — Dea, Proserpina seil. ut quidam volunt, quibus favet Hesych. Φλοιὰν, τὴν Κόρην τὴν θεὸν οὕτω καλοῦσι Λάκωνες. Nempe ut Latinis Liber Bacchus, Libera Proserpina: Sic Graecis Liber Φλοιὸς, Proserpina Φλοιά. De Libero indicant verba Plutarchi:… … Hofmann J. Lexicon universale
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
bhleu- — bhleu English meaning: to blow; to swell, flow Deutsche Übersetzung: “aufblasen (schnauben, brũllen), schwellen, strotzen, ũberwallen, fließen” Note: extension from bhel “(inflate, bloat), swell up” Material: Gk. φλέ(F)ω “… … Proto-Indo-European etymological dictionary